κολλυβιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- κολλυβιστής < αρχαία ελληνική κόλλυβος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολλυβιστής αρσενικό
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κολλυβιστής
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- κολλυβιστής < κόλλυβα