Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολλεγία οι κολλεγίες
      γενική της κολλεγίας των κολλεγιών
    αιτιατική την κολλεγία τις κολλεγίες
     κλητική κολλεγία κολλεγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολλεγία < λατινική collegium

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολλεγία θηλυκό

  • μικρή ομάδα νομικών συμβούλων ενός βασιλιά, σχετικά με τα θρησκευτικά ζητήματα, ειδικότερα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

  Μεταφράσεις επεξεργασία