κοκκαλοραχιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοκκαλοραχιά | οι | κοκκαλοραχιές |
γενική | της | κοκκαλοραχιάς | των | κοκκαλοραχιών |
αιτιατική | την | κοκκαλοραχιά | τις | κοκκαλοραχιές |
κλητική | κοκκαλοραχιά | κοκκαλοραχιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοκκαλοραχιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοκκαλοραχιά θηλυκό