κοινολόγησις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κοινολόγησις | αἱ | κοινολογήσεις | ||||
γενική | τῆς | κοινολογήσεως | τῶν | κοινολογήσεων | ||||
δοτική | τῇ | κοινολογήσει | ταῖς | κοινολογήσεσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κοινολόγησιν | τὰς | κοινολογήσεις | ||||
κλητική ὦ! | κοινολόγησι | κοινολογήσεις | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοινολόγησις, -εως θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 553, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου