καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοινολόγησις αἱ κοινολογήσεις
      γενική τῆς κοινολογήσεως τῶν κοινολογήσεων
      δοτική τῇ κοινολογήσει ταῖς κοινολογήσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν κοινολόγησιν τὰς κοινολογήσεις
     κλητική ! κοινολόγησι κοινολογήσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοινολόγησις (μαρτυρείται από το 1821) [1] < κοινολογῶ, κοινολογη- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοινολόγησις, -εως θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 553, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου