κοινολογήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακοινολογήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κοινολογώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοινολογώ
- θα κοινολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοινολογώ