• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κοιλάρα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : κοιλαρά

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοιλάρα οι κοιλάρες
      γενική της κοιλάρας —
    αιτιατική την κοιλάρα τις κοιλάρες
     κλητική κοιλάρα κοιλάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κοιλάρα < κοιλ(ιά) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοιλάρα θηλυκό

  • (μειωτικό) μεγεθυντικό του κοιλιά, η (πολύ) μεγάλη κοιλιά

Συγγενικά

επεξεργασία
  • κοιλαράς

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κοιλάρα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κοιλάρα&oldid=6541657"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Δεκεμβρίου 2023, στις 11:45

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Δεκεμβρίου 2023, στις 11:45.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας