κοιλάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοιλάρα | οι | κοιλάρες |
γενική | της | κοιλάρας | — | |
αιτιατική | την | κοιλάρα | τις | κοιλάρες |
κλητική | κοιλάρα | κοιλάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοιλάρα < κοιλ(ιά) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοιλάρα θηλυκό
- (μειωτικό) μεγεθυντικό του κοιλιά, η (πολύ) μεγάλη κοιλιά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοιλάρα
|