Δείτε επίσης: κοιλαρά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοιλάρα οι κοιλάρες
      γενική της κοιλάρας
    αιτιατική την κοιλάρα τις κοιλάρες
     κλητική κοιλάρα κοιλάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοιλάρα < κοιλ(ιά) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοιλάρα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία