Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλιματοθεραπεία οι κλιματοθεραπείες
      γενική της κλιματοθεραπείας των κλιματοθεραπειών
    αιτιατική την κλιματοθεραπεία τις κλιματοθεραπείες
     κλητική κλιματοθεραπεία κλιματοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλιματοθεραπεία < κλίμα + -θεραπεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλιματοθεραπεία θηλυκό

  • (παρωχημένο) υποτιθέμενη θεραπευτική μέθοδος με χρήση κλιματικών συνθηκών

  Μεταφράσεις επεξεργασία