κλιμακόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλιμακόμετρο | τα | κλιμακόμετρα |
γενική | του | κλιμακόμετρου & κλιμακομέτρου |
των | κλιμακόμετρων & κλιμακομέτρων |
αιτιατική | το | κλιμακόμετρο | τα | κλιμακόμετρα |
κλητική | κλιμακόμετρο | κλιμακόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακλιμακόμετρο ουδέτερο
- σχεδιαστικό όργανο για τη σχεδίαση ή την ανάγνωση διαστάσεων που βρίσκονται υπό κλίμακα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κλιμακόμετρο
|