↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλιμακόμετρο τα κλιμακόμετρα
      γενική του κλιμακόμετρου
κλιμακομέτρου
των κλιμακόμετρων
κλιμακομέτρων
    αιτιατική το κλιμακόμετρο τα κλιμακόμετρα
     κλητική κλιμακόμετρο κλιμακόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κλιμακόμετρο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλιμακόμετρο < κλίμακα + μέτρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλιμακόμετρο ουδέτερο

  • σχεδιαστικό όργανο για τη σχεδίαση ή την ανάγνωση διαστάσεων που βρίσκονται υπό κλίμακα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία