κλεφτοτσαντάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλεφτοτσαντάς αρσενικό
- αυτός που κλέβει, αρπάζει τσάντες, συνήθως γυναικών
- ※ Ο Κλεφτοτσαντάς πάντα είναι νεαρός. […] Πρέπει να είναι ευκίνητος και δυνατός στα πόδια. Από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου, Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη (Αθήνα: Νεφέλη, 1979), σ. 31.
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλεφτοτσαντάς
|