↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλεφτοπόλεμος οι κλεφτοπόλεμοι
      γενική του κλεφτοπόλεμου των κλεφτοπόλεμων
    αιτιατική τον κλεφτοπόλεμο τους κλεφτοπόλεμους
     κλητική κλεφτοπόλεμε κλεφτοπόλεμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλεφτοπόλεμος < κλεφτο- + πόλεμος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kle.ftoˈpo.le.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλε‐φτο‐πό‐λε‐μος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλεφτοπόλεμος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία