κλεφτοπόλεμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kle.ftoˈpo.le.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλε‐φτο‐πό‐λε‐μος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλεφτοπόλεμος αρσενικό
- πολεμική τακτική με αιφνιδιαστικές επιθέσεις και όχι κατά μέτωπο σύγκρουση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλεφτοπόλεμος
|