Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλατάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κλατάρισμα
τα
κλαταρίσμα
τ
α
γενική
του
κλαταρίσμα
τ
ος
των
κλαταρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
κλατάρισμα
τα
κλαταρίσμα
τ
α
κλητική
κλατάρισμα
κλαταρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κλατάρισμα
<
κλατάρω
+
-ισμα
<
γαλλική
éclater
<
παλαιά γαλλικά
esclater
<
φραγκικά
*
slaitan
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κλατάρισμα
ουδέτερο
το
αποτέλεσμα
του
κλατάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλατάρισμα