κλατάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλατάρω < κλατ + -άρω < (λόγιο δάνειο) γαλλική éclater[1] < παλαιά γαλλικά esclater < φραγκικά *slaitan
Ρήμα
επεξεργασίακλατάρω
- που έχει σκάσει (για λάστιχο ποδηλάτου ή αυτοκινήτου)
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) κουράζομαι, διαλύομαι, εξουθενώνομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ κλατάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας