Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλασομπανιέρας οι κλασομπανιέρες
      γενική του κλασομπανιέρα των κλασομπανιέρων
    αιτιατική τον κλασομπανιέρα τους κλασομπανιέρες
     κλητική κλασομπανιέρα κλασομπανιέρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλασομπανιέρας < έ-κλασ-α (κλάνω) + μπανιέρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kla.so.baˈɲe.ɾas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλασομπανιέρας αρσενικό (θηλυκό κλασομπανιέρα)

  1. υβριστικός όρος
    ※  Δεν ξέρουμε τι ακριβώς περιέγραφε με τον όρο «κλασομπανιέρα», καθώς πρόκειται για αφηρημένη έννοια, την οποία αναγνωρίζουμε μέσα από τις συνδηλώσεις της. Υποθέτουμε ότι σχολίαζε αρνητικά τον φυσικό όγκο του πρώην υπουργού. (Ο Τσολιάς της Ελβετίας, Κέζα Λώρη, 5 Νοεμβρίου 2012, ΒΗΜΑmagazino)
    ※  Δημιουργούνται ή υιοθετούνται δηλαδή καινούργιες λέξεις ή σημασίες που διαφέρουν λιγότερο ή περισσότερο από τη συνήθη, κοινή χρήση. Συγκεκριμένα, οι νέοι/ες χρησιμοποιούν συχνά: νεολογισμούς (π.χ. ξιδάκιας, φλώρος, φύτουλας, κλασομπανιέρας, χαριτωμενιά, ραπόνι, τύπισσα. (2. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που κάνουν τη γλώσσα των νέων «διαφορετική»;, greek-language.gr)
  2. φοβητσιάρης (λεξικό με Ηπειρώτικα, seliani.gr)

  Μεταφράσεις επεξεργασία