κλαριθρομυκίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακλαριθρομυκίνη < (λόγιο δάνειο) αγγλική clarithromycine· συνθετικά: • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλαριθρομυκίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) αντιβιοτικό για τη θεραπεία διάφορων λoιμώξεων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κλαριθρομυκίνη