κλαδολόγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλαδολόγιο | τα | κλαδολόγια |
γενική | του | κλαδολόγιου & κλαδολογίου |
των | κλαδολόγιων & κλαδολογίων |
αιτιατική | το | κλαδολόγιο | τα | κλαδολόγια |
κλητική | κλαδολόγιο | κλαδολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλαδολόγιο < κλάδ(ος) + -ο- + -λόγιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλαδολόγιο ουδέτερο
- κατάλογος / κατηγοριοποίηση κλάδων στους οποίους κατατάσσονται οι υπάλληλοι του ελληνικού δημόσιου τομέα
- ※ Την αναμόρφωση του κλαδολογίου στο Δημόσιο προωθεί το υπουργείο Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης με στόχο την αποτελεσματικότερη εφαρμογή του νέου συστήματος κινητικότητας των δημοσίων υπαλλήλων. ([1] Εφημερίδα Ναυτεμπορική, 30 Σεπτεμβρίου 2016)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλαδολόγιο
|