κλαδευτήρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλαδευτήρα | οι | κλαδευτήρες |
γενική | της | κλαδευτήρας | — | |
αιτιατική | την | κλαδευτήρα | τις | κλαδευτήρες |
κλητική | κλαδευτήρα | κλαδευτήρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλαδευτήρα < κλαδευτήρι + μεγεθυντικό επίθημα -α
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλαδευτήρα θηλυκό
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του κλαδευτήρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλαδευτήρα
|