κισμέτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κισμέτι | τα | κισμέτια |
γενική | του | κισμετιού | των | κισμετιών |
αιτιατική | το | κισμέτι | τα | κισμέτια |
κλητική | κισμέτι | κισμέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακισμέτι ουδέτερο
- το κισμέτ