Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κισμέτ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κισμέτ
< (
άμεσο δάνειο
)
τουρκική
kısmet
<
αραβική
قسمة
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κισμέτ
ουδέτερο
άκλιτο
το
πεπρωμένο
με
μοιρολατρική
έννοια, το
αναπόφευκτο
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κισμέτι
Συνώνυμα
επεξεργασία
γραφτό
μοίρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κισμέτ
αγγλικά
:
kismet
(en)
,
kismat
(en)
εβραιοϊσπανικά
:
kismet
σερβοκροατικά
:
kismet
(sh)
/
кисмет
(sh)
τουρκικά
:
kısmet
(tr)