Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιρσορραγία οι κιρσορραγίες
      γενική της κιρσορραγίας των κιρσορραγιών
    αιτιατική την κιρσορραγία τις κιρσορραγίες
     κλητική κιρσορραγία κιρσορραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιρσορραγία < κιρσ(ός) + -ο- + -ρραγία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιρσορραγία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία