κινητικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κινητικότης | αἱ | κινητικότητες | ||||
γενική | τῆς | κινητικότητος | τῶν | κινητικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | κινητικότητι | ταῖς | κινητικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κινητικότητα | τὰς | κινητικότητας | ||||
κλητική ὦ! | κινητικότης | κινητικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κινητικότης (μαρτυρείται από το 1858) [1] < κινητικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίακινητικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 545, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου