Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεφαλοθραύστης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κεφαλοθραύστ
ης
οι
κεφαλοθραύστ
ες
γενική
του
κεφαλοθραύστ
η
των
κεφαλοθραυστ
ών
αιτιατική
τον
κεφαλοθραύστ
η
τους
κεφαλοθραύστ
ες
κλητική
κεφαλοθραύστ
η
κεφαλοθραύστ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεφαλοθραύστης
<
κεφαλο-
+
-θραύστης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κεφαλοθραύστης
αρσενικό
ρόπαλο
με το οποίο έσπαζαν
κεφάλια
εχθρών / αντιπάλων
Δείτε επίσης
επεξεργασία
απελατίκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεφαλοθραύστης
αγγλικά
:
mace
(en)