κερματοπλυντήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
κερματοπλυντήριο < κερματο- + πλυντήριο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουδέτερο
ενικός αριθμός: το κερματοπλυντήριο (el)
πληθυντικός αριθμός: τα κερματοπλυντήρια (el)
κερματοπλυντήριο < κερματο- + πλυντήριο
ουδέτερο
ενικός αριθμός: το κερματοπλυντήριο (el)
πληθυντικός αριθμός: τα κερματοπλυντήρια (el)