Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κερατίτιδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κερατίτιδ
α
οι
κερατίτιδ
ες
γενική
της
κερατίτιδ
ας
των
κερατίτιδ
ων
αιτιατική
την
κερατίτιδ
α
τις
κερατίτιδ
ες
κλητική
κερατίτιδ
α
κερατίτιδ
ες
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
κερατίτιδα
<
κερατοειδής
+
-ίτιδα
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
κερατίτιδα
θηλυκό
(
ιατρική
)
φλεγμονή
του κερατοειδούς
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
κερατίτιδα
γαλικιανά
:
queratite
(gl)
γαλλικά
:
kératite
(fr)