• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κεραμέας

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις
    • 1.4 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεραμέας οι κεραμέες
      γενική του κεραμέα των κεραμέων
    αιτιατική τον κεραμέα τους κεραμέες
     κλητική κεραμέα κεραμέες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κεραμέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεραμεύς[1]

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ce.ɾaˈme.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρα‐μέ‐ας

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεραμέας αρσενικό ή θηλυκό

  • (επίσημο, επάγγελμα) κεραμοποιός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κεραμέας

→ δείτε τη λέξη κεραμοποιός

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ↑ κεραμέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κεραμέας&oldid=5390560"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Δεκεμβρίου 2021, στις 17:59

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Δεκεμβρίου 2021, στις 17:59.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας