Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεραμέας οι κεραμέες
      γενική του κεραμέα των κεραμέων
    αιτιατική τον κεραμέα τους κεραμέες
     κλητική κεραμέα κεραμέες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεραμέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεραμεύς[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.ɾaˈme.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ρα‐μέ‐ας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεραμέας αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία