Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεραλοιφή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κεραλοιφ
ή
οι
κεραλοιφ
ές
γενική
της
κεραλοιφ
ής
των
κεραλοιφ
ών
αιτιατική
την
κεραλοιφ
ή
τις
κεραλοιφ
ές
κλητική
κεραλοιφ
ή
κεραλοιφ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεραλοιφή
<
κηρός
+
αλοιφή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κεραλοιφή
και
κηραλοιφή
θηλυκό
αλοιφή
φτιαγμένη από
κερί
και
λάδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεραλοιφή