κεντροθολίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/?/
Ετυμολογία el επεξεργασία
κεντροθολίτης < κεντρο- + θολίτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ο κεντροθολίτης (el) αρσενικό
- κεντρικός αψιδόλιθος
- κεντρικός θολίτης
/?/
κεντροθολίτης < κεντρο- + θολίτης
ο κεντροθολίτης (el) αρσενικό