καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κεντρικότης αἱ κεντρικότητες
      γενική τῆς κεντρικότητος τῶν κεντρικοτήτων
      δοτική τῇ κεντρικότητι ταῖς κεντρικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν κεντρικότητα τὰς κεντρικότητας
     κλητική ! κεντρικότης κεντρικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεντρικότης: (μαρτυρείται από το 1834) [1] < κεντρικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεντρικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 538, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
    ΣτΕ: Ιωάννης Φιλήμων (1834) - βραχυγραφίες: σελ. 1161, Τόμος Β΄