Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεμαλισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κεμαλισμ
ός
οι
κεμαλισμ
οί
γενική
του
κεμαλισμ
ού
των
κεμαλισμ
ών
αιτιατική
τον
κεμαλισμ
ό
τους
κεμαλισμ
ούς
κλητική
κεμαλισμ
έ
κεμαλισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεμαλισμός
< (
ανθρωπωνύμιο
)
Κεμάλ Ατατουρκ
+
-ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κεμαλισμός
αρσενικό
(
πολιτική
): η πολιτική ιδεολογία και πρακτική του Τούρκου επαναστάτη και πολιτικού
Κεμαλ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεμαλισμός
γαλλικά
:
kémalisme
(fr)