Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καφάς οι καφάδες
      γενική του καφά των καφάδων
    αιτιατική τον καφά τους καφάδες
     κλητική καφά καφάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καφάς < τουρκική kafa «κεφάλι» < αραβική قفا (qafā)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καφάς αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014