κατοχρονίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατοχρονίτης < εκατοχρονίτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατοχρονίτης αρσενικό (θηλυκό: κατοχρονίτισσα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατοχρονίτης
|
κατοχρονίτης αρσενικό (θηλυκό: κατοχρονίτισσα)
|