κατοχρονίτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατοχρονίτισσα < κατοχρονίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατοχρονίτισσα θηλυκό
- θηλυκό του κατοχρονίτης
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατοχρονίτισσα
|