καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατηγορηματικότης αἱ κατηγορηματικότητες
      γενική τῆς κατηγορηματικότητος τῶν κατηγορηματικοτήτων
      δοτική τῇ κατηγορηματικότητι ταῖς κατηγορηματικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν κατηγορηματικότητα τὰς κατηγορηματικότητας
     κλητική ! κατηγορηματικότης κατηγορηματικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατηγορηματικότης (μαρτυρείται από το 1895) [1] < κατηγορηματικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατηγορηματικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 533, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου