κατεύθυνσις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κατεύθυνσις | αἱ | κατευθύνσεις | ||||
γενική | τῆς | κατευθύνσεως | τῶν | κατευθύνσεων | ||||
δοτική | τῇ | κατευθύνσει | ταῖς | κατευθύνσεσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κατεύθυνσιν | τὰς | κατευθύνσεις | ||||
κλητική ὦ! | κατεύθυνσι | κατευθύνσεις | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατεύθυνσις (μαρτυρείται από το 1874) [1] < αρχαία ελληνική κατευθύν(ω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατεύθυνσις, -εως θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 533, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Σημειώνει: Δημήτρ. K. Κοκίδης (1874) στη σελ. 1153, Τόμος Β΄