καταστροφεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καταστροφεύς | οἱ | καταστροφεῖς | ||||
γενική | τοῦ | καταστροφέως | τῶν | καταστροφέων | ||||
δοτική | τῷ | καταστροφεῖ | τοῖς | καταστροφεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | καταστροφέᾱ | τοὺς | καταστροφέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | καταστροφεῦ | καταστροφεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταστροφεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καταστροφέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταστροφεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταστρέφω, κατα-στροφ + -εύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταστροφεύς, -έως αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- καταστροφεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.