ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταστροφεύς οἱ καταστροφεῖς
      γενική τοῦ καταστροφέως τῶν καταστροφέων
      δοτική τῷ καταστροφεῖ τοῖς καταστροφεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν καταστροφέ τοὺς καταστροφέᾱς
     κλητική ! καταστροφεῦ καταστροφεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταστροφεῖ
γεν-δοτ τοῖν  καταστροφέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταστροφεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταστρέφω, κατα-στροφ + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταστροφεύς, -έως αρσενικό