κατασπάραξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατασπάραξη | οι | κατασπαράξεις |
γενική | της | κατασπάραξης* | των | κατασπαράξεων |
αιτιατική | την | κατασπάραξη | τις | κατασπαράξεις |
κλητική | κατασπάραξη | κατασπαράξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατασπαράξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατασπάραξη < κατασπαράζω / κατασπαράσσω + -ξη
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατασπάραξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατασπαράζω / κατασπαράσσω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατασπάραξη
|