καταπιόνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταπιόνας < καταπί(νω) + -όνας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈpço.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐πιό‐νας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταπιόνας αρσενικό
- (λαϊκότροπο, ανθρώπινο σώμα) ο οισοφάγος
- ※ Άρπαξε με τρεμάμενο χέρι το ποτήρι και τ' άδειασε στον καταπιόνα του. (Μ. Καραγάτσης Το εγγλέζικο μαχαίρι [διήγημα])
Άλλες μορφές
επεξεργασία- καταπιόνα (θηλυκό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταπιόνας
|