καταμόσχευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταμόσχευση | οι | καταμοσχεύσεις |
γενική | της | καταμόσχευσης* | των | καταμοσχεύσεων |
αιτιατική | την | καταμόσχευση | τις | καταμοσχεύσεις |
κλητική | καταμόσχευση | καταμοσχεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταμοσχεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταμόσχευση < ελληνιστική κοινή καταμόσχευσις < καταμοσχεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταμόσχευση θηλυκό
- (βοτανική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταμοσχεύω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταμόσχευση
|