Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταμετρητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
καταμετρητ
ής
οι
καταμετρητ
ές
γενική
του
καταμετρητ
ή
των
καταμετρητ
ών
αιτιατική
τον
καταμετρητ
ή
τους
καταμετρητ
ές
κλητική
καταμετρητ
ή
καταμετρητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καταμετρητής
<
καταμετρώ
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καταμετρητής
αρσενικό
(
επάγγελμα
)
άτομο
που
καταμετρά
όργανο
που
καταμετρά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταμετρητής