καταμαρτύρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταμαρτύρηση | οι | καταμαρτυρήσεις |
γενική | της | καταμαρτύρησης* | των | καταμαρτυρήσεων |
αιτιατική | την | καταμαρτύρηση | τις | καταμαρτυρήσεις |
κλητική | καταμαρτύρηση | καταμαρτυρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταμαρτυρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταμαρτύρηση < καταμαρτυρωλ + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταμαρτύρηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταμαρτυρώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταμαρτύρηση
|