κατίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατίνα | οι | κατίνες |
γενική | της | κατίνας | — | |
αιτιατική | την | κατίνα | τις | κατίνες |
κλητική | κατίνα | κατίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατίνα < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική catin, Catin, χαϊδευτικό του Catherine[1][2] . Δείτε και Κατίνα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατίνα θηλυκό
- (μειωτικό) χλευαστικός χαρακτηρισμός για κουτσομπόλα γυναίκα, ή με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Νίκος Σαραντάκος, «Κατερίνα, χρόνια πολλά και πάλι!» (25 Νοεμβρίου 2016), στο ιστολόγιο sarantakos.wordpress.com· πρόσβαση: 2020-07-07.
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατίνα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κατίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.