κατάραχο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατάραχο | τα | κατάραχα |
γενική | του | κατάραχου | των | κατάραχων |
αιτιατική | το | κατάραχο | τα | κατάραχα |
κλητική | κατάραχο | κατάραχα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάραχο < μεσαιωνική ελληνική κατάραχα + -ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατάραχο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του καταράχι
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάραχο
|