κατάραχα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάραχα < μεσαιωνική ελληνική κατάραχα < κατά + ράχη
Επίρρημα επεξεργασία
κατάραχα
- (λαϊκότροπο) πάνω στο καταράχι
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάραχα
|
κατάραχα
|