Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καστανόμελο τα καστανόμελα
      γενική του καστανόμελου των καστανόμελων
    αιτιατική το καστανόμελο τα καστανόμελα
     κλητική καστανόμελο καστανόμελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καστανόμελο < κάστανο + μέλι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καστανόμελο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία