κασετοπειρατής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.se.to.pi.ɾaˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐σε‐το‐πει‐ρα‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίακασετοπειρατής αρσενικό
- (παρωχημένο) αυτός που διαπράττει κασετοπειρατεία
Συγγενικά
επεξεργασία- κασετοπειρατεία
- → και δείτε τις λέξεις κασέτα και πειρατής
Μεταφράσεις
επεξεργασία κασετοπειρατής
|