καρτόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρτόνι | τα | καρτόνια |
γενική | του | καρτονιού | των | καρτονιών |
αιτιατική | το | καρτόνι | τα | καρτόνια |
κλητική | καρτόνι | καρτόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρτόνι < ιταλική carta < λατινική charta < αρχαία ελληνική χάρτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρτόνι ουδέτερο
- το κουτί το οποίο είναι φτιαγμένο από σκληρό χαρτί προορισμένο για μεταφορά ή αποθήκευση αγαθών, το χαρτόκουτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρτόνι
|