Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρτάλι τα καρτάλια
      γενική του καρταλιού των καρταλιών
    αιτιατική το καρτάλι τα καρτάλια
     κλητική καρτάλι καρτάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρτάλι < τουρκική kartal (όρνιο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρτάλι ουδέτερο

  1. (πτηνό) το πουλί Μαυρόγυπας (Aegypius Monachus)
  2. (γενικότερα) το όρνιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014