Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρθαμέλαιο τα καρθαμέλαια
      γενική του καρθαμέλαιου
καρθαμελαίου
των καρθαμέλαιων
καρθαμελαίων
    αιτιατική το καρθαμέλαιο τα καρθαμέλαια
     κλητική καρθαμέλαιο καρθαμέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρθαμέλαιο < κάρθαμ(ο) + -έλαιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρθαμέλαιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία