καρδιοπροστασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρδιοπροστασία (νεολογισμός) < καρδιο- + προστασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρδιοπροστασία θηλυκό
- (νεολογισμός, ιατρική) προστατευτική δράση για την υγεία της καρδιάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρδιοπροστασία
|
Πηγές
επεξεργασία- καρδιοπροστασία - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr