↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρδιοπροστασία οι καρδιοπροστασίες
      γενική της καρδιοπροστασίας των καρδιοπροστασιών
    αιτιατική την καρδιοπροστασία τις καρδιοπροστασίες
     κλητική καρδιοπροστασία καρδιοπροστασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρδιοπροστασία (νεολογισμός) < καρδιο- + προστασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρδιοπροστασία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία