καρατζόβας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καρατζόβας | οι | καρατζόβες |
γενική | του | καρατζόβα | — | |
αιτιατική | τον | καρατζόβα | τους | καρατζόβες |
κλητική | καρατζόβα | καρατζόβες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρατζόβας < Καρατζόβα (τοπωνύμιο) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρατζόβας αρσενικό
- χωρίς καλούς ή λεπτούς τρόπους, χωριάτης, βλάχος, άξεστος
- ο ναυτονόμος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρατζόβας
|