καραπουτσαριό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καραπουτσαριό ουδέτερο
- (προφορικό, υβριστικό, μειωτικό) ιδιαίτερα κακό, ανοργάνωτο περιβάλλον
- ※ Το μείζον είναι ότι το επαγγελματικό ποδόσφαιρο έχει μετατραπεί εδώ και πολλά χρόνια σε καραπουτσαριό. Ο καθένας βγαίνει και λέει ό,τι γουστάρει womenonly.gr
Μεταφράσεις επεξεργασία
καραπουτσαριό
|