↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καραπουτσαριό τα καραπουτσαριά
      γενική του καραπουτσαριού των καραπουτσαριών
    αιτιατική το καραπουτσαριό τα καραπουτσαριά
     κλητική καραπουτσαριό καραπουτσαριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καραπουτσαριό < καρα- + πούτσ(α) + -αριό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καραπουτσαριό ουδέτερο

  • (προφορικό, υβριστικό, μειωτικό) ιδιαίτερα κακό, ανοργάνωτο περιβάλλον
    ※  Το μείζον είναι ότι το επαγγελματικό ποδόσφαιρο έχει μετατραπεί εδώ και πολλά χρόνια σε καραπουτσαριό. Ο καθένας βγαίνει και λέει ό,τι γουστάρει womenonly.gr

  Μεταφράσεις

επεξεργασία